Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Δ΄

Τίτλος:Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Δ΄
 
Τόπος έκδοσης:Κέρκυρα
 
Εκδότης:Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
 
Συντελεστές:Κώστας Δαφνής
 
Έτος έκδοσης:1984
 
Σελίδες:364
 
Θέμα:Ο Καποδίστριας στην Ελβετία
 
Τοπική κάλυψη:Ελβετία
 
Χρονική κάλυψη:1813-1814
 
Περίληψη:O τέταρτος τόμος του ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ καλύπτει, την αποστολή του Καποδίστρια στην Ελβετία το 1813-1814, που είχε για στόχο την απόσπασή της από τη γαλλική κηδεμονία και την ενότητα και ειρήνευση της χώρας, που θα εξασφάλιζε ένα Σύνταγμα κοινής αποδοχής. Ο Καποδίστριας πέτυχε στην αποστολή του αυτή και η επιτυχία απέσπασε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα της Ρωσίας και άνοιξε το δρόμο για τη μετέπειτα λαμπρή σταδιοδρομία του.
 
Το Βιβλίο σε PDF:Κατέβασμα αρχείου 66.75 Mb
 
Εμφανείς σελίδες: 5-24 από: 454
-20
Τρέχουσα Σελίδα:
+20
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/5.gif&w=550&h=800

Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ (1813-1814)

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ και η ΙΤΑΛΙΑ θεωρούνταν και ήταν, στα τέλη του ΙΗ' αιώνα, άπλοι γεωγραφικοί όροι, ενώ η Ελβετία χαρακτηριζόταν ως εξάρτημα των Βουρβόνων της Γαλλίας. Συμμαχία που είχε υπογράφει πριν τριακόσια χρόνια και ανανεώθηκε το 1777 σύνδεε «die XIII Orte» (τις 13 χώρες) με το πρόσωπο του Γάλλου βασιλιά. Οι Ελβετοί, πρόκριτοι και χωρικοί, υπηρετούσαν ή είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι στο γαλλικό στρατό και ήταν αφοσιωμένοι στο Λουδοβίκο ΙΣΤ' πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους Γάλλους. Γι’ αυτό και τα γεγονότα του 1789 δεν επηρέασαν τις εξελίξεις στην Ελβετία. Χρειάστηκε ένα επεισόδιο δευτερεύουσας σημασίας, για να παρασυρθούν οι Ελβετοί στην επαναστατική δίνη.

Στις 31 Αυγούστου 1790, το σύνταγμα Lullin de Château Vieux, που το αποτελούσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στρατολογηθέντες στην περιοχή του Vaud, στασίασε στο Nancy όπου ήταν στρατοπεδευμένο, γιατί σημειώθηκε καθυστέρηση στην πληρωμή των μισθών. Θα μπορούσε η όλη υπόθεση να περάσει απαρατήρητη, αν οι XIII Orte δεν έκριναν ότι η στάση είχε προσβάλει την τιμή της Ελβετίας. Τα στρατοδικεία, με μέλη αξιωματικούς Ελβετούς, που υπηρετούσαν στα άλλα ελβετικά συντάγματα, καταδίκασαν έναν από τους στασιαστές στο μαρτύριο του τροχού, είκοσι δυο σε κρέμασμα, σαράντα ένα ισόβια σε κάτεργο και τους υπόλοιπους σε ισόβια εξορία και στέρηση της ελβετικής ιθαγενείας. Οι καταδίκες προκάλεσαν έντονη την αντίδραση των Γάλλων, έτσι που ο κόκκινος σκούφος των ισοβιτών να μεταβληθεί σε επαναστατικό έμβλημα. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' κάλεσε τους Orte να χορηγήσουν αμνηστία, χωρίς να εισακουστεί. Η αδιαλλαξία εξόργισε τους Γάλλους, και ιδιαίτερα τους επαναστάτες, που, από τη στιγμή εκείνη, άρχισαν να βλέπουν τους Ελβετούς σαν εχθρούς. Η σφαγή των Ελβετών μισθοφόρων, στις 10 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου 1792, πρέπει να αποδοθεί, κατά σημαντικό ποσοστό, στην έχθρα αυτή. Και η εισβολή στην Ελβετία γαλλικών στρατευμάτων είχε ως κύρια αιτία τη συγκίνηση από τις αυστηρές καταδίκες, που φυσικά ερμηνεύτηκαν ως αντεπαναστατικές εκδηλώσεις, και, παρεπόμενη, το άσυλο που οι XIII Orte έδιναν στους εμιγκρέδες. Η γαλλική επέμβαση, αφού έφυγαν τα γαλλικά στρατεύματα από τη Γενεύη (30 Νοεμβρίου 1792), συνεχίστηκε με τη μορφή της εσωτερικής εξεγέρσεως. Από τις 4 Δεκεμβρίου θα σημειωθούν, στη Γενεύη και σε πολλές γειτονικές περιοχές, ταραχές, που τις είχαν υποκινήσει Γάλλοι πράκτορες και Ελβετοί εξόριστοι, που εγκατάλειψαν τη χώρα τους εξ αίτιας της αντιθέσεώς τους προς τις αριστοκρατικές κυβερνήσεις, που είχαν οι χώρες.

Στους Ελβετούς αυτούς θα προστεθεί, αργότερα, ο Φρειδερίκος Καίσαρ de Laharpe, ο πρώην δάσκαλος του Αλέξανδρου Α', που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όταν η Αικατερίνη τον απομάκρυνε από την Πετρούπολη. Στη

Σελ. 5
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/6.gif&w=550&h=800

γαλλική πρωτεύουσα εργάστηκε για να πείσει το διευθυντήριο να στείλει γαλλικά στρατεύματα στη χώρα του Vaud, που ήταν υποτελής στη χώρα της Βέρνης. Τελικά, το διευθυντήριο αποφάσισε δεύτερη εισβολή, για λόγους όμως που συνδέονταν με την ασφάλεια της Γαλλίας. Γιατί οι XIII Orte είχαν γίνει, πρώτο, κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας των Άγγλων, που, μιμούμενοι τις γαλλικές μεθόδους, επιχειρούσαν με πράκτορές τους να προκαλέσουν ταραχές στη Γαλλία, δεύτερο, βάσεις εξορμήσεως και για τους άλλους εχθρούς της Γαλλίας. Τέλος, το διευθυντήριο πίστευε ότι στη Βέρνη υπήρχε μεγάλο απόθεμα από χρυσάφι, που το είχε μεγάλη ανάγκη. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 1798, για να προστατευθούν οι δημοκρατικοί της Λωζάννης, που καταδιώκονταν από τους αριστοκράτες της Βέρνης. Παρά την αντίσταση που πρόβαλε η αντιγαλλική μερίδα των Ελβετών, τα γαλλικά στρατεύματα πέτυχαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταλάβουν και τις δεκατρείς χώρες. Μετά την κατάληψη οι Γάλλοι επιδίωξαν να εγκαταστήσουν φιλική τους κυβέρνηση, να δημιουργήσουν ενιαίο ελβετικό κράτος, που θα προικιζόταν με δημοκρατικό σύνταγμα —μέσα σε πέντε χρόνια η Ελβετία απόκτησε έξι συντάγματα— και να συνάψουν συμμαχία με το νέο κράτος, που θα τους επέτρεπε να χρησιμοποήσουν ελεύθερα το ελβετικό έδαφος και τους ελβετικούς πόρους. Ένα από τα μέλη της φιλογαλλικής κυβερνήσεως ήταν ο Laharpe.

O ΒΟΝΑΠΑΡΤΗΣ, περισσότερο ρεαλιστής από το διευθυντήριο, κατάλαβε όταν έγινε πρώτος ύπατος, ότι η ουδετερότητα της Ελβετίας ήταν πιο ωφέλιμη από την κατοχή των ελβετικών εδαφών, που μπορούσαν έτσι να χρησιμοποιηθούν και από τους αντίπαλους της Γαλλίας. Οι αυστριακές και ρωσικές εισβολές στην Ελβετία απόδειξαν ότι τα γαλλικά στρατεύματα θα είχαν εκμηδενιστεί, αν ο πληθυσμός ήταν εχθρικός και οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι διέθεταν συντονισμένα στρατηγικά σχέδια. Γι’ αυτό, έπειτα από μερικά άτυχα πειράματα, αποφάσισε να δημοσιεύσει, στις 19 Φεβρουαρίου 1803, ειδικό νόμο που ονομάστηκε «πράξη μεσολαβήσεως» (acte de médiation). Μ’ αυτή ξανάφερε το καθεστώς της συνομοσπονδίας, που υπήρχε πριν από τη γαλλική εισβολή του 1797, αποκαθιστούσε τις δεκατρείς χώρες στα κυριαρχικά δικαιώματά τους, και δημιουργούσε πέντε νέες, από τις παλιές υποτελείς, που ανάμεσά τους ήταν και το Vaud. Η πράξη πρόβλεπε ότι το Fribourg, η Βέρνη, το Solothurn, η Βασιλεία, η Ζυρίχη και η Λουκέρνη θα εναλλάσσονταν κάθε χρόνο ως vorort. O επί κεφαλής του vorort θα είχε τον τίτλο του Landammann της Ελβετίας και θα εκπροσωπούσε τη συνομοσπονδία στις σχέσεις της με τα άλλα κράτη. Η παλιά Δίαιτα, στην οποία κάθε χώρα είχε δικαίωμα για έναν αντιπρόσωπο, ανασυστάθηκε με όλες τις εξουσίες της. Τέλος, η πράξη διακήρυσσε ότι η Ελβετία ήταν ουδέτερη χώρα. Η διακήρυξη δεν εμπόδισε τη Δίαιτα να υπογράψει στις 27 Σεπτεμβρίου 1803, συμφωνία με τη Γαλλία, που υποχρέωνε την Ελβετία να προσφέρει τέσσερα συντάγματα, από 4.000 άνδρες το καθένα, για ενίσχυση του γαλλικού στρατού.

Το καθεστώς που καθιέρωσε η πράξη μεσολαβήσεως διατηρήθηκε δέκα χρόνια. Τα πράγματα θα αλλάξουν μετά τη μάχη της Λειψίας. Οι σύμμαχοι, με εξαίρεση τους Πρώσους, που, για να ξεπλύνουν τη ντροπή του 1806, ήθελαν την παράδοση δίχως όρους της Γαλλίας, επιδίωξαν συνεννόηση με το Βοναπάρτη. Γι’ αυτό το λόγο διατύπωσαν και τις προτάσεις της Frankfurt am

Σελ. 6
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/7.gif&w=550&h=800

Main που ήταν τόσο συφερτικές για τη Γαλλία, ώστε ακόμα σήμερα προκαλεί έκπληξη το γιατί δεν τις δέχτηκε ο Ναπολέων. Η συμμαχική επιθυμία για διαπραγματεύσεις ανέστειλε φυσικά τις επιχειρήσεις. Μόνο ο Πρώσος στρατηγός Gneisenau κατάρτισε σχέδιο για εισβολή στη Γαλλία μέσα από τις πεδιάδες της Φλάνδρας. Οι Αυστριακοί, που δεν είχαν ξεχάσει ότι ο Βοναπάρτης ήταν ο γαμπρός του αυτοκράτορά τους, θέλησαν να καθυστερήσουν, για να δοθεί καιρός στους μετριοπαθείς Γάλλους να αλλάξουν τη γνώμη του ηγεμόνα τους. Γι’ αυτό αρνήθηκαν να υιοθετήσουν το σχέδιο Gneisenau, υποστηρίζοντας ότι μ’ αυτό δεν παρακάμπτονταν τα γαλλικά φρούρια, και αντιπρότειναν εισβολή μέσα από την Ελβετία, που θα εξασφάλιζε άνετη προέλαση. Με την άποψη των Αυστριακών συμφώνησαν οι Άγγλοι, ενώ ο Αλέξανδρος ενθουσιάστηκε με το πρωσικό σχέδιο. Ο τσάρος υποπτευόταν τους Αυστριακούς ότι απέβλεπαν στην κατάληψη της Ελβετίας, που θα τους χρησίμευε και ως βάση για εξόρμηση κατά της Γαλλίας και ως αμυντικό προπέτασμα σε περίπτωση γαλλικής επιθέσεως. Δεν ήθελε όμως να τα χαλάσει με τη Βιέννη, γιατί, χάρη στην όψιμη προσχώρησή της στη συμμαχία, πραγματοποιήθηκε η νίκη της Λειψίας. Εξάλλου, χωρίς τις αυστριακές δυνάμεις, θα ήταν αδύνατο να συνεχιστούν οι εχθροπραξίες, με ελπίδα νίκης. Αποφάσισε λοιπόν να παίξει διάφορους ρόλους και στους ρόλους αυτούς χρησιμοποίησε ως άμεσο συνεργάτη, ένα είδος αναπληρωτή του, τον Καποδίστρια.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και ο Φραγκίσκος συμφώνησαν να στείλουν, ως μυστικούς πράκτορές τους, στη Ζυρίχη, ο πρώτος, το διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Ρώσου αρχιστράτηγου I. Καποδίστρια, ο δεύτερος, το βαρόνο Lebzeltern σύνδεσμο του Αυστριακού αυτοκράτορα στο ρωσικό στρατηγείο. Οι οδηγίες που πήρε ο βαρόνος ήταν απλές: Να αποσπάσει την Ελβετία από τη Γαλλία, να πετύχει τη συγκατάθεση της ελβετικής κυβερνήσεως, για να περάσουν τα αυστριακά στρατεύματα μέσα από το ελβετικό έδαφος, και να εφοδιάσει τους Ελβετούς με ένα καταστατικό χάρτη. Ο τσάρος, όταν δέχτηκε το Lebzeltern και πληροφορήθηκε τις οδηγίες, του είπε: «Εγκρίνω απόλυτα την εκλογή σας ως απεσταλμένου, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα μεταχειριστείτε τους Ελβετούς, που είναι ένας λαός απλοϊκός και τίμιος και που έμαθα από παιδί να εκτιμώ τις αρετές του, με γλύκα και χάρη. Πρέπει να σπάσετε φυσικά τα δεσμά, που ενώνουν τους Ελβετούς με το Ναπολέοντα, αλλά πρέπει να σεβαστούμε την ελβετική ουδετερότητα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Ναπολέων σεβάστηκε την ανεξαρτησία αυτής της χώρας. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να φανούμε χειρότεροί του. Θα ξέρετε ασφαλώς ότι τις μύγες τις πιάνουν καλύτερα με το μέλι παρά με το ξίδι».

O τσάρος τέλειωσε το λογύδριο με σύσταση που έκαμε στον Αυστριακό διπλωμάτη να φροντίζει τον Καποδίστρια. «Είναι γερός», του είπε, «και έχει ικανότητες. Δεν είναι ακόμα διπλωμάτης, αλλά θα τον καθοδηγείτε σείς».

Οι δύο απεσταλμένοι έφυγαν από τη Frankfurt am Main με διαβατήρια που τους εμφάνιζαν σαν έμπορους που ονομάζονταν Leipold και Conti. Στις 15 Νοεμβρίου 1813 έφτασαν στο Schaffhausen, πρωτεύουσα της ομώνυμης χώρας, που είναι κτισμένη στη δυτική όχθη του Ρήνου και αποτελεί μια από τις πύλες εισόδου στην Ελβετία, για όσους έρχονται από τη δυτική Γερμανία.

Σελ. 7
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/8.gif&w=550&h=800

Εκεί πληροφορήθηκαν ότι στις 18 Νοεμβρίου θα συνερχόταν, σε έκτακτη σύνοδο, η Δίαιτα, για να εγκρίνει απόφαση που θα κήρυσσε την Ελβετία ουδέτερη. Η Δίαιτα είχε συνέλθει σε τακτική σύνοδο τον Ιούνιο. Οι Ελβετοί, όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, θεωρούσαν ότι η εκστρατεία της Ρωσίας υπήρξε ένα επεισόδιο και ότι ο Βοναπάρτης θα νικούσε και το νέο συνασπισμό, όπως είχε νικήσει όλους τους προηγούμενους. Έτσι ο Landammann Hans de Rheinhardt, από τη Ζυρίχη, στο λόγο του έπλεξε το εγκώμιο του Ναπολέοντα. Ούτε η ήττα της Λειψίας έκαμε τους Ελβετούς να αλλάξουν γνώμη. Χρειάστηκε υπόδειξη του Γάλλου πρεσβευτή, για να συγκαλέσουν την έκτακτη σύνοδο και να κηρύξουν ουδετερότητα. Στο Βοναπάρτη, η ουδετερότητα της Ελβετίας, εξοικονομούσε δυνάμεις και του εξασφάλιζε το δεξί πλευρό.

Οι δύο απεσταλμένοι δεν άλλαξαν το ρυθμό του ταξιδιού τους, μόλις πληροφορήθηκαν για την έκτακτη σύνοδο της Δίαιτας. Γιατί χρειάστηκαν έξι ημέρες για να κάμουν τα πενήντα χιλιόμετρα που χωρίζουν το Schaffhausen από τη Ζυρίχη, όπου έφτασαν το βράδυ της 21 Νοεμβρίου, την ίδια ήμέρα που η Δίαιτα, αφού είχε ψηφίσει τη δήλωση για την ουδετερότητα, κυκλοφόρησε προκήρυξη προς το λαό της Ελβετίας, που έλεγε: «Η αυστηρή ουδετερότητα εξασφάλισε για αιώνες, με την προστασία του Παντοδύναμου, την ελευθερία και την ησυχία της πατρίδας· σήμερα, όπως και στο παρελθόν, είναι η μόνη στάση που αρμόζει στην κατάσταση και στις ανάγκες μας. Θα τη σεβαστούμε και θα την υπερασπιστούμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε». Για να υπογραμμίσουν τη θέλησή τους να πολεμήσουν για την ουδετερότητα, οι Ελβετοί ονόμασαν το Νικόλαο Ροδόλφο de Wattenwyl αρχιστράτηγο, επιστράτευσαν 20.000 άνδρες για να προστατέψουν τα σύνορα με την Αυστρία και τη Γερμανία και έστειλαν αντιπρόσωπούς τους στο Παρίσι και στη Frankfurt am Main, για να γνωστοποιήσουν στα εμπόλεμα μέρη την απόφαση της ελβετικής Δίαιτας.

Οι δύο απεσταλμένοι, που την πραγματική ταυτότητά τους θα αποκαλύψει η Allgemeine Zeitung στις 28 Νοεμβρίου, βρέθηκαν, μετά τις εξελίξεις αυτές, μπροστά σε αδιέξοδο. Στερούνταν οδηγίες για να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση και, το χειρότερο, δεν είχαν επίσημη ιδιότητα. Σύμφωνα με τις εντολές που τους έδωσαν, ο Lebzeltern έπρεπε να αποσπάσει την Ελβετία από τη Γαλλία και σύγχρονα να επιτύχει τη συγκατάθεση των Ελβετών, για να περάσουν τα συμμαχικά στρατεύματα μέσα από τα ελβετικά εδάφη. O Καποδίστριας έπρεπε να εξασφαλίσει την ελβετική ουδετερότητα και την ελβετική ανεξαρτησία. Ο πρώτος ενδιαφερόταν επίσης να φέρει στην εξουσία φιλική για την Αυστρία κυβέρνηση, ο δεύτερος να διατηρήσει αυτήν που υπήρχε, αφού οι εκπρόσωποί της ήταν πρόθυμοι και τον Ναπολέοντα να εγκαταλείψουν και τα αυστριακά σχέδια να ματαιώσουν, αν ο τσάρος αναλάβαινε την υποχρέωση να εγγυηθεί την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της συνομοσπονδίας. O Lebzeltern, έμπειρος διπλωμάτης, κατάλαβε ότι δεν του έμενε άλλη διέξοδος εκτός από του να διαπραγματευθεί με τους Ελβετούς χωρίς να το μάθει ο συνάδελφός του, αλλά δημιουργώντας την εντύπωση στους συνομιλητές του ότι μιλούσε και για λογαριασμό του Καποδίστρια.

O τελευταίος υποστήριξε ότι οι δυο τους είχαν εμπιστευτικές συνομιλίες με το Rheinhardt και με τα περισσότερα μέλη της Δίαιτας, που τα έπεισαν ότι τα συμμαχικά στρατεύματα έπρεπε να περάσουν μέσα από τη Basel, αν ο Βοναπάρτης δεν ξανάδινε στη συνομοσπονδία το Valais και τις άλλες ελ-

Σελ. 8
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/9.gif&w=550&h=800

βετικές περιοχές που είχε προσαρτήσει στο βασίλειο της Ιταλίας. Αλλά, ενώ όλα φαίνονταν να πηγαίνουν ομαλά, σημειώθηκαν δυο απρόοπτα γεγονότα, πρώτο η Βέρνη γύρισε στο καθεστώς των XIII Orte, έπαψε δηλαδή να αναγνωρίζει το Vaud και την Aargau ως ανεξάρτητες χώρες, και δεύτερο, τα αυστριακά στρατεύματα, με διοικητή τον πρίγκιπα Karl Philipp von Schwarzenberg, κινήθηκαν για να μπουν στο ελβετικό έδαφος. O Metternich έστειλε στον Lebzeltern το κείμενο της διακοινώσεως που οι δύο απεσταλμένοι θα έπρεπε να επιδώσουν στο landammann. O Metternich έγραφε στο Lebzeltern ότι ο τσάρος είχε δώσει συναίνεση για την εισβολή, αλλά αντίγραφα της συναινέσεως δεν έστειλε.

Η διακοίνωση ήταν έργο του Metternich. Η Ελβετία, έλεγε, από αιώνες έχει την ανεξαρτησία της, που είναι χρήσιμη στους γείτονές της και αναγκαία για να διατηρηθεί η ευρωπαϊκή ισορροπία. Τα δεινά όμως της γαλλικής επαναστάσεως, οι πόλεμοι, που εδώ και είκοσι χρόνια υπονόμευσαν, ως τα θεμέλια, την ευημερία όλων των ευρωπαϊκών κρατών, δε φείσθηκαν της Ελβετίας και έτσι έχασε τα απαραίτητα για την προστασία της ανεξαρτησίας της προπύργια (boulevards). O αυτοκράτορας Ναπολέων στήριξε πάνω στα ερείπια της ελβετικής συνομοσπονδίας, με ένα άγνωστο τίτλο ως τότε, μιαν επιρροή άμεση, διαρκή και ασυμβίβαστη με την αξιοπρέπεια της Δημοκρατίας, με την παλιά ελευθερία που τόσο σέβονταν όλες οι δυνάμεις, με τις καλές σχέσεις που η Ελβετία διατήρησε μαζί τους και ως υπόδουλη, και που αποτελούσαν πρωταρχικό όρο για την ουδετερότητα. Οι αρχές, που πρέσβευαν οι σύμμαχοι ηγεμόνες, ήταν γνωστές. Κάθε λαός που δεν ξέχασε τι σήμαινε η ανεξαρτησία του έπρεπε να προσχωρήσει. Οι δυνάμεις επιθυμούσαν να ξαναβρεί η Ελβετία, μαζί με ολόκληρη την Ευρώπη, την απόλαυση αυτού του πρώτου δικαιώματος των εθνών, και μαζί με τα παλιά σύνορά της το μέσο για να το υπερασπίσει. Αλλά δεν μπορούσαν να δεχτούν μια ουδετερότητα, που ήταν καθαρά πλασματική. Οι συμμαχικές στρατιές, όταν εμφανίζονταν στα ελβετικά σύνορα, υπολόγιζαν να συναντήσουν μόνο φίλους. Οι σύμμαχοι αναλάβαιναν την κατηγορηματική υποχρέωση να μην καταθέσουν τα όπλα πριν εξασφαλίσουν στην Ελβετία τα εδάφη που της πήρε η Γαλλία. Δεν είχαν την πρόθεση ν’ αναμειχτούν κάτω από ξένη επιρροή. Θα αναγνώριζαν την ουδετερότητά του την ημέρα που θα ήταν ελεύθερο και ανεξάρτητο και περίμεναν ότι το γενναίο έθνος, πιστό στις αρχές που το ελάμπρυναν στους περασμένους αιώνες, θα βοηθούσε τις ευγενικές και γενναιόφρονες προσπάθειες, που ενώνουν, σ’ ένα και τον αυτό σκοπό, όλους τους ηγεμόνες και όλους τους λαούς της Ευρώπης.

O LEBZELTERN πήρε το κείμενο της διακοινώσεως τα ξημερώματα της 20 Δεκεμβρίου 1813, μαζί με διαταγή του Metternich να την επιδώσει αμέσως, αφού προηγουμένως θα την υπόγραφε και ο Καποδίστριας. Δε δίστασε να ξυπνήσει το Ρώσο συνάδελφό του. Ο Καποδίστριας διάβασε τα έγγραφα που του έδωσε ο βαρόνος και μόλις διαπίστωσε ότι δε συνοδεύονταν από οδηγίες του Ρώσου αυτοκράτορα γι’ αυτόν, φώναξε: «Να υπογράψω αυτό; Ποτέ. Μπορώ να αγνοήσω ότι ο αυτοκράτορας, ο κύριός μου, είναι αντίθετος στο πέρασμα και όλες τις συνέπειές του; Υπάρχει έστω και ένας Ρώσος στρατιωτικός στη στρατιά σας; Το καθήκον και η τιμή μου μού απαγορεύουν να υπογράψω. Και δεν καταλαβαίνω πώς ο κόμης Metternich, στις οδηγίες του,

Σελ. 9
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/10.gif&w=550&h=800

ορίζει τι θα κάμω, χωρίς, το λιγότερο, να φροντίσει να πάρει μια λέξη από την κυβέρνησή μου».

O Lebzeltern, που τον είδε πολύ θυμωμένο, επιχείρησε να τον καθησυχάσει: «Έχετε δίκιο», του είπε, «αλλ’ αν γίνει φανερή η διαφωνία μας, τότε καταστρέφονται όλα όσα ως τώρα έχουμε πετύχει. Η ελβετική ενότητα θα πάψει να υπάρχει, οι φατρίες θ’ αρχίσουν το αλληλοφάγωμα, η συνταγματική αναδιοργάνωση της χώρας δε θα πραγματοποιηθεί. Συγχρόνως, θα βλάψετε τη μεγάλη υπόθεση που υπηρετούμε και οι δύο. Ανήκει σε σάς να ζυγίσετε τις γενικές αυτές απόψεις, όσο και τις προσωπικές.»

O Καποδίστριας ζήτησε να σκεφτεί. Έμεινε μόνος μια ώρα και κατόπιν υπόγραψε. Αμέσως έπειτα έφυγε για το στρατηγείο του Αλέξανδρου, που είχε μεταφερθεί στο Freiburg im Breisgau, πρωτεύουσα της Βάδης. O τσάρος τον δέχτηκε με έκπληξη και του είπε: «Ελπίζω πως δεν υπογράψατε την αυστριακή διακοίνωση».

«Αντίθετα», του απάντησε ο Καποδίστριας, «την υπόγραψα και έρχομαι να σας αναφέρω τα πλεονεκτήματα που η Ελβετία και η ευρωπαϊκή υπόθεση μπορούν να κερδίσουν από την απροσδόκητη αυτή εμπλοκή». Και του εξήγησε ότι υπόγραψε τη διακοίνωση του Metternich, γιατί τα γεγονότα της Βέρνης, που τα είχε προκαλέσει ο μυστικός πράκτορας της Αυστρίας κόμης Senfft von Pilsach θα οδηγούσαν σε διχασμό τους Ελβετούς. Όσοι ήταν αντίθετοι προς την αποκατάσταση του παλιού καθεστώτος, που η ολιγαρχία της Βέρνης επιζητούσε, θα συνεργάζονταν ανοικτά με το Ναπολέοντα, όταν μάλιστα θα διαπίστωναν και διαφωνία των συμμάχων. «Υπογράφοντας και φεύγοντας, για να έρθω εδώ και να πάρω τις διαταγές σας, άφησα τις φατρίες σε αδυναμία να κάμουν οτιδήποτε». Τώρα, συνέχισε, μπορείτε να ζητήσετε από τους Αυστριακούς να αποκηρύξουν το Senfft και, αν αρνηθούν, να μην επικυρώσετε την υπογραφή μου στη διακοίνωση. Οι Αυστριακοί όμως δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ως επίσημη την αποστολή του πράκτορά τους και θα δεχτούν. Εξάλλου, ο αυστριακός στρατός μπήκε ήδη στην Ελβετία».

Η προώθηση του ρωσικού στρατηγείου στο Freiburg αποτελούσε για τον Καποδίστρια ένδειξη, ότι ο Αλέξανδρος δεν έβλεπε δυσάρεστα την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ελβετία, αρκεί να φαινόταν ότι έγινε αντίθετα προς τη θέλησή του, ώστε να αξιώσει, ως αντάλλαγμα, από το Metternich, να εγκαταλείψει το σχέδιο για την εγκαθίδρυση φιλοαυστριακού καθεστώτος. Γι’ αυτό και ενέκρινε χωρίς δυσκολία την ενέργεια του Καποδίστρια και συμφώνησε να ζητηθεί η αποκήρυξη του Senfft, που και την έκαμαν οι Αυστριακοί. Έτσι, η ρωσική πολιτική σημείωσε επιτυχία, παρουσιάζοντας τους Αυστριακούς ως υποκινητές του αντιδραστικού πραξικοπήματος της Βέρνης και ως υπεύθυνους για την εισβολή. Η επιτυχία αυτή που πραγματοποίησε ένας διπλωμάτης, «ανώριμος» κατά τον Αλέξανδρο, ήταν κάτι περισσότερο από σημαντική. Γι’ αυτό και ο τσάρος, όταν ο Καποδίστριας τον αποχαιρετούσε, επιστρέφοντας στη Ζυρίχη, του είπε: «Τη σταδιοδρομία σας δε θα την κάμετε στην Ελβετία».

ΟΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ και Lebzeltern προσπάθησαν μάταια να συμφιλιώσουν τους Ελβετούς. Ένα μήνα διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν σε συνεννόηση. Πέντε, από τις δεκατρείς χώρες, μαζί με πέντε από τις καινούργιες

Σελ. 10
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/11.gif&w=550&h=800

έστειλαν τους αντιπρόσωπούς τους στη Ζυρίχη, που ήταν Vorort για το 1814, για τη Δίαιτα. Οι αντιπρόσωποι από τις υπόλοιπες, οκτώ παλιές, συγκεντρώθηκαν στη Λουκέρνη και συγκρότησαν τη δίαιτα της Sonderbunden (χωριστής συμμαχίας), ενώ η έκτη καινούργια, Grisons, αρνήθηκε να στείλει αντιπρόσωπο και στη μια και στην άλλη, γιατί σκόπευε να ζητήσει την προστασία της Αυστρίας.

Η κατάσταση αυτή, που είχε τα χαρακτηριστικά εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε τους δυο απεσταλμένους να εγκαταλείψουν τη Ζυρίχη, στις 14 Φεβρουαρίου, και να πάνε στο συμμαχικό στρατηγείο. Το βρήκαν στο Troyes, αλλά έτοιμο να φύγει, γιατί ο Βοναπάρτης είχε νικήσει διαδοχικά τα συμμαχικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει στη Γαλλία. Έτσι, οι Καποδίστριας και Lebzeltern συζήτησαν τα ελβετικά θέματα με τους ηγεμόνες τους, όταν το στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο Chaumont.

Η μικρή αυτή γαλλική πόλη στον Άνω Μάρνη, 253 χιλ. ΝΑ του Παρισιού, ήτο ακάθαρτη και καθόλου διασκεδαστική το φοβερό χειμώνα του 1814, που πάγωσε ανθρώπους και πράγματα. Όταν ο Βοναπάρτης νίκησε τους Πρώσους στο Montmirail, οι σύμμαχοι ένιωσαν ήσυχοι. Όταν νίκησε και τους Αυστριακούς του Schwarzenberg στο Montereau, πανικοβλήθηκαν. Το συμμαχικό στρατηγείο έφυγε για τη Langres και κατάληξε στο Chaumont. Ένα δωμάτιο βρέθηκε διαθέσιμο για την κάθε αντιπροσωπεία, που το χρησιμοποιούσε ως γραφείο και ως τραπεζαρία, αν, όπως έγραφε ο Castlereagh, εξοικονομούσαν κάτι για φαγητό. Σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο, που η μυρωδιά του προκαλούσε ναυτία, υπογράφτηκε στις 8 Μαρτίου 1814 αλλά προχρονολογήθηκε, ώστε να φανεί ότι υπογράφτηκε την 1 Μαρτίου, μια διεθνής πράξη, που αντίστοιχη σε σημασία μπορεί να θεωρηθεί μόνο ο χάρτης του Ατλαντικού του 1941 ή το σύμφωνο του ΝΑΤΟ του 1949. Η πράξη αυτή δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου και όριζε ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν ως τη στιγμή της πραγματοποιήσεως των σκοπών του που ήταν: ανεξάρτητη Ολλανδία, που θα προσαρτούσε και το Βέλγιο, ανεξάρτητη Ελβετία, οργάνωση της Γερμανίας σε ομοσπονδία, απόδοση της Ισπανίας στους Βουρβόνους, αποκατάσταση των παλιών ιταλικών κρατών, εξόν Βενετίας και Γένοβας, γιατί τα εδάφη της πρώτης θα τα κρατούσαν οι Αψβούργοι, ενώ της δεύτερης θα πήγαιναν στον οίκο της Σαβοΐας. Ως αντάλλαγμα για την υποχρέωση που αναλάβαιναν η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσία να συνεχίσουν μαζί της τον πόλεμο, η Μ. Βρετανία θα έδινε στη συμμαχία τα διπλάσια από όσα κάθε ηπειρωτική δύναμη θα πρόσφερε σε άνδρες ή σε χρήμα. Τέλος η συμφωνία πρόβλεπε ότι η καθεμία από τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις —ο όρος μεγάλη δύναμη χρησιμοποιόταν για πρώτη φορά— θα βοηθούσε τις άλλες τρεις, αν η Γαλλία επιχειρούσε να ανατρέψει το ευρωπαϊκό καθεστώς που θα εγκαθιδρυόταν σύμφωνα με τη συνθήκη, που θα ίσχυε για είκοσι χρόνια.

Στο διάστημα που γίνονταν οι διαπραγματεύσεις για την τετραμερή, ο Αλέξανδρος βρήκε καιρό να οργανώσει και ιδιαίτερες συνεργασίες με τον Καποδίστρια για τις ελβετικές υποθέσεις και τα Εφτάνησα. O τσάρος συμφώνησε ότι έπρεπε να διατηρηθεί το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί με την πράξη μεσολαβήσεως, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της νομιμότητας, που οι σύμμαχοι είχαν για έμβλημά τους. Αλλά η παραβίαση παρουσίαζε μεγάλα πλεονεκτήματα για τη ρωσική διπλωματία. Τής έδινε την ευκαιρία ν’ αποσπάσει την ευγνωμοσύνη από τις έξι καινούργιες χώρες της Ελβετίας, της δημι-

Σελ. 11
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/12.gif&w=550&h=800

ουργούσε τις προϋποθέσεις να αξιώσει την ενοποίηση της Πολωνίας, κάτω από ρωσική προστασία. Με την ενοποίηση θα έχαναν η Αυστρία και η Πρωσία τα πολωνικά εδάφη που είχαν καρπωθεί στους τρεις διαμελισμούς. Αφού στους Ελβετούς αναγνωριζόταν το δικαίωμα της αυτοκυβερνήσεως, πως θα μπορούσαν η Αυστρία και η Πρωσία ν’ αρνηθούν ανάλογο δικαίωμα στους Πολωνούς; Ακόμα, πως οι σύμμαχοι θα μπορούσαν ν’ αρνηθούν το δικαίωμα της αυτοκυβερνήσεως στα Εφτάνησα; Το θέμα το παρουσίασε με υπόμνημά του ο Καποδίστριας στον Αλέξανδρο, που του υποσχέθηκε ότι, πριν αποφασιστεί η τύχη των νησιών, θα του ζητούσε τη γνώμη του.

Πώς, όμως, οι δύστροπες ολιγαρχικές κυβερνήσεις των οκτώ ελβετικών χωρών θα δέχονταν την ανατροπή της νομιμότητας; Έπρεπε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους οι Αυστριακοί, για να ασκηθεί πίεση. O Metternich δεν έφερε δυσκολίες, γιατί πίστευε ότι ο Αλέξανδρος ενδιαφερόταν αποκλειστικά για το Vaud. Οι δύο απεσταλμένοι εφοδιάστηκαν με εντολή από όλες τις σύμμαχες δυνάμεις, ν’ αναγνωρίσουν ως αντιπρόσωπους των οκτώ χωρών πολίτες της δικής τους εκλογής, αν η Sonderbund έδειχνε επιμονή στις χωριστικές τάσεις. Συγχρόνως, ο Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο και πληρεξούσιο υπουργό στην Ελβετία, υπογραμμίζοντας έτσι το ειδικό ενδιαφέρον του.

Η συμμαχική απειλή έφερε το αποτέλεσμά της. Στις 6 Απριλίου η δίαιτα συνερχόταν κανονικά στη Ζυρίχη, αφού πρωτύτερα διαλύθηκε η Sonderbund. Χρειάστηκαν όμως δεκαεννιά μήνες και εκατό μια συνεδριάσεις για να καταλήξει στην ψήφιση συντάγματος που δημιουργούσε χαλαρή συνομοσπονδία από ανεξάρτητες χώρες, που είχαν συνολικά γίνει είκοσι δύο, γιατί προστέθηκαν η Γενεύη, το Neuchâtel και το Tissino. Τη συμμετοχή της Γενεύης εξασφάλισε ο Καποδίστριας, υποστηρίζοντας ότι η πόλη του Καλβίνου θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για τη συνομοσπονδία εξ αιτίας των σχέσεων που είχε με την Αγγλία, όπου οι αντιπρόσωποί της είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση.

O Καποδίστριας, αναγκασμένος να βρίσκεται στη Ζυρίχη, όπου γύρισε το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου, έλειψε από τις συνομιλίες που ακολούθησαν την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Παρίσι. Βιάστηκε όμως να ζητήσει από τον Αλέξανδρο άδεια για να πάει για λίγες ημέρες στο γενικό στρατηγείο για να συζητήσει μαζί του το θέμα της Επτανήσου.

Έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 25 Μαΐου και έμεινε δυο βδομάδες. Δεν τον ενθουσίασε καθόλου η μεγάλη πόλη. Τον πείραξε ο πολύς θόρυβος και η πολύ μεγάλη σπατάλη. Οι Παριζιάνοι του φάνηκαν έξαλλοι από το μεθύσι των ηδονών και όχι από το μεθύσι των φυσικών απολαύσεων. Γι’ αυτό μόλις ο τσάρος αναχώρησε για το Λονδίνο, όπου οι σύμμαχοι ηγεμόνες είχαν προσκληθεί επίσημα, ξεκίνησε για τη Ζυρίχη, αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στα πιο κτυπητά μνημεία, έτσι για ν’ αποκτήσει κάποια Ιδέα από τη φυσιογνωμία της πόλεως.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ των ΠΑΡΙΣΙΩΝ της 30 Μαΐου 1814 ρύθμιζε τις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και το συνασπισμό των τεσσάρων και πρόβλεπε ότι όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την αναδιοργάνωση της Ευρώπης θα έρχονταν

Σελ. 12
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/13.gif&w=550&h=800

ταν για συζήτηση σε ειδικό συνέδριο που θα άρχιζε στη Βιέννη την 1 Αυγούστου 1814. Δυνάμεις που προσκαλούσαν ήταν οι τέσσερεις.

Μελετώντας τη συνθήκη, ο Καποδίστριας κατάληξε στο συμπέρασμα ότι μ’ αυτήν είχαν ικανοποιηθεί η Μεγ. Βρετανία και η Γαλλία, όχι όμως η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία. Έτσι, στο συνέδριο, οι τρεις τελευταίες θα είχαν μονάχα αιτήματα να διατυπωσουν, ενώ οι δύο πρώτες θα άκουαν, θα έκριναν και ανάλογα με την περίπτωση θα κανόνιζαν τη στάση τους. Και πίστευε ότι τίποτε δε θα εμπόδιζε τους Αγγλογάλλους να παρασύρουν μια από τις τρεις άλλες δυνάμεις με το μέρος τους, έτσι που οι τελικές λύσεις να είναι αγγλογαλλικής εμπνεύσεως και συνεπώς επιζήμιες για τις υπόλοιπες δυο. Την άποψη αυτή δεν την υιοθέτησε ο τσάρος, όταν ο Καποδίστριας του παρουσίασε τα πορίσματα της μελέτης του. Στη Βιέννη φάνηκε πόσο σωστή ήταν η πρόβλεψη για το συνεταιρισμό των Άγγλων με τους Γάλλους και τον προσεταιρισμό μιας ακόμα δυνάμεως.

Η συνθήκη των Παρισίων δεν αφορούσε την Ελβετία άμεσα, αλλά έμμεσα. O τσάρος είχε υποσχεθεί στο Λουδοβίκο IH', ότι η Γαλλία θα κρατούσε και εδάφη με πληθυσμό ένα εκατομμύριο, χώρια από εκείνα που της ανήκαν πριν το 1792. Ο Γάλλος βασιλιάς ζήτησε τη Φλάνδρα, αλλά οι Άγγλοι, που δεν ήθελαν τα φρούρια της περιοχής να είναι σε γαλλικά χέρια, αξίωσαν τα εδάφη να βρεθούν άλλου. Έτσι δόθηκε στη Γαλλία η περιοχή Gex με τη Μυλούζη και ένα μέρος της Σαβοΐας.

Οι συνοριακές διαρρυθμίσεις όμως που πρόβλεπε η συνθήκη δεν απασχόλησαν τον Καποδίστρια. Με υπόμνημα, που διάβασε στον τσάρο για τα θέματα της Ελβετίας, υποδείκνυε να ικανοποιηθούν μερικές διεκδικήσεις της Βέρνης. Ο Αλέξανδρος, επηρεασμένος από τον Laharpe, αντέδρασε απότομα. O Καποδίστριας ζήτησε να ανακληθεί από την Ελβετία. O τσάρος αποφάσισε να αναβάλει τη συζήτηση. Σε νέα συνάντηση ήταν πιο μαλακός. Είχε μιλήσει στο αναμεταξύ και με τους εκπρόσωπους της Βέρνης. Γι’ αυτό ρωτούσε, αν η Βέρνη αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελβετικής αποκαταστάσεως. Η Γαλλία μονάχα όταν σύντριψε αυτό το λίθο κατάκτησε την Ελβετία, του απάντησε ο Καποδίστριας. Σύμφωνοι, του είπε ο Αλέξανδρος, αλλ’ ας προσέξουμε. Δεν πρέπει να καταργηθούν τα νέα καντόνια. Γιά να ικανοποιηθεί η Βέρνη και να εξασφαλιστεί διαρκής ειρήνη, ας της παραχωρηθούν εδάφη από κείνα που κατέχουν οι σύμμαχοι, και ας της επιστραφούν τα κεφάλαια που έχουν κατατεθεί στην Αγγλία.

Έτσι πήρε την εξουσιοδότηση που είχε ζητήσει. O τσάρος αναχώρησε από το Παρίσι για το Λονδίνο στις 6 Ιουνίου και ο πρεσβευτής του στις 7 για τη Ζυρίχη. Πέρασε από τη Γενεύη (13 Ιουνίου) και από τη Λωζάνη (14 Ιουνίου), όπου κατέβηκε στο ξενοδοχείο το «Χρυσό λιοντάρι». Στη Γενεύη έγραψε στο Reinhardt και τον πληροφορούσε ότι η μυστική διάταξη της συνθήκης των Παρισίων υποχρέωνε τη Γαλλία ν’ αναγνωρίσει και να εγγυηθεί, μαζί με τις άλλες δυνάμεις, την οποιαδήποτε πολιτική διάρθρωση θ’ αποφάσιζαν οι Ελβετοί. Στη συνέχεια της διαδρομής πέρασε από το Fribourg και τη Βέρνη. Έφτασε στη Ζυρίχη γύρω στις 20 Ιουνίου. Θα μείνει ως τα τέλη Οκτωβρίου, με διακοπή από μερικές ημέρες, στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν πήγε στο Baden, 16 χιλιόμετρα από τη Ζυρίχη, για υδροθεραπεία.

Μέσα σ’ αυτούς τους μήνες ολοκληρώθηκε η συντακτική εργασία της Δίαιτας. Το σχέδιο του νέου συντάγματος δημιουργούσε ουσιαστικά είκοσι

Σελ. 13
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/14.gif&w=550&h=800

δυο κυρίαρχα κράτη που συνδέονταν μεταξύ τους με χαλαρή ένωση. Η θέση του Landammann καταργήθηκε, οι χώρες που θα μπορούσαν να γίνουν Vorort περιορίστηκαν σε τρεις, τη Ζυρίχη, τη Βέρνη, τη Λουκέρνη, ενώ το διάστημα της πρωτοκαθεδρίας αυξήθηκε από ένα σε δυο χρόνια. Κάθε χώρα είχε το δικαίωμα να συμμαχεί και με χώρες που δεν ήταν μέλη της συνομοσπονδίας. Η κεντρική κυβέρνηση είχε πολύ περιορισμένες εξουσίες. Χωρίς δυσκολία το σχέδιο εγκρίθηκε από όλους.

Στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων ο Lebzeltern απουσίασε, γιατί στις 17 Απριλίου εγκατάλειψε τη Ζυρίχη για να ξαναφέρει τον πάπα στην Αγία Έδρα και να εγκατασταθεί στη Ρώμη ως απεσταλμένος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου στο Βατικανό. Τα καθήκοντά του τα ανάλαβε ο Φραγκίσκος von Schraut, που ήταν πρεσβευτής της Αυστρίας στην Ελβετία από το 1807. Ένας τρίτος απεσταλμένος προστέθηκε την ίδια εποχή, ο Stratford Canning.

«Οι ελβετικές υποθέσεις τέλειωσαν», έγραφε ο Καποδίστριας στον πατέρα του στις 10 Σεπτεμβρίου. «Η Δίαιτα κατάρτισε επί τέλους το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Και μια αντιπροσωπεία θα πάει στη Βιέννη, για να ζητήσει την επικύρωσή του από τους συμμάχους ηγεμόνες, καθώς και να ξαναδοθούν στην Ελβετία οι επαρχίες που κατέχουν ακόμα τα αυστριακά στρατεύματα. Η ολοκλήρωση μιας τόσο πολύπλοκης διαπραγματεύσεως μου στοίχησε πάμπολλα βάσανα και ταξίδια και γραψίματα και ομιλίες και συντάγματα και σχέδια, αλλά δεν πειράζει. Αυτοί οι λαμπροί άνθρωποι με γέμισαν με φιλία και αληθινή εγκαρδιότητα. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για τα βάσανά μου. Αν μπορέσουν μελλοντικά να είναι ευτυχισμένοι και ν’ απολαύσουν την ανεξαρτησία τους θα πω ότι δεν έχασα τον καιρό μου και τους κόπους μου».

(Από το έργο του ΓΡΗΓ. ΔΑΦΝΗ: I. Καποδίστριας. Η γένεση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα 1976).

Σελ. 14
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/15.gif&w=550&h=800

AVERTISSEMENT

Le double objet de cette étude a été de rassembler, dans la mesure du possible, tous les documents autographes de Jean Capodistrias conservés dans les fonds d’archives publiques et privées de Suisse, et de les replacer dans leur contexte historique.

Nous publions dans le présent volume les documents concernant sa mission auprès de la Confédération helvétique en 1813-1814. Nous avons considéré comme autographes ceux qu’il avait signés de sa main, seul ou conjointement avec ses collègues, et les avons reproduits dans la seconde partie de notre travail, avec une numérotation chronologique et des résumés en grec. Nous avons par contre inclus dans le commentaire continu (qui constitue la première partie) les copies de lettres ou de notes de Capodistrias qui figurent dans les archives publiques ou dans les collections particulières. Ces copies sont nombreuses; cela provient du fait que les archives d’Etat de certains cantons préféraient au siècle dernier conserver un registre de copies des lettres reçues, plutôt que les originaux. Les correspondants privés, eux, se tenaient souvent au courant des nouvelles importantes en s’envoyant les uns aux autres la copie des lettres qu’ils jugeaient intéressantes. Ce qui nous vaut de trouver parfois plusieurs copies de la même lettre de Capodistrias chez des notables de différents cantons suisses.

Non sans hésitation, nous avons appliqué le principe de la transcription diplomatique; l’option prise, nous l’avons respectée avec rigueur. Tous les documents — ceux de Capodistrias et les autres — sont donc reproduits dans leur orthographe originale, avec les abréviations utilisées par le scribe et sa ponctuation propre. L’orthographe du XIXe siècle n’étant guère codifiée, surtout en ce qui concerne l’accentuation, le même mot est souvent écrit dans la même pièce de deux façons différentes à quelques lignes de distance, ce qui provoque une irritation certaine chez le lecteur. Nous avons finalement préféré cet inconvénient à une intervention, si minime soit-elle, dans le texte.

Nous tenons à remercier les très nombreuses personnes qui nous ont aidée dans ce travail, tant par leurs connaissances techniques, historiques que linguistiques. Notre reconnaissance va aux archivistes et bibliothécaires de nombreux cantons qui ont bien voulu guider nos recherches, en parti-

Σελ. 15
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/16.gif&w=550&h=800

culier à l’équipe des Archives d’Etat de Genève; au Département de l’instruction publique de la République et Canton de Genève qui, en nous accordant une année sabbatique, a facilité la genèse de ce travail; à Manuel Baud-Bovy, qui a dessiné les deux cartes; à Fivi Caramerou et Bertrand Bouvier pour leur appui constant dans les questions de langue et de typographie; enfin à M. Costas Dafnis, président de la Société d’études corfiotes et maître d’œuvre des Archives Jean Capodistrias, qui a bien voulu nous confier cette édition, nous a permis de donner au commentaire l’ampleur voulue et s’est montré, tout au long de ces années, d’une infinie patience.

Μ. B.-B.

Genève, décembre 1984

Σελ. 16
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/17.gif&w=550&h=800

LA MISSION DE CAPODISTRIAS EN SUISSE (1813 - 1814)

Introduction

Le but de ce travail a été de recenser dans les archives publiques et les collections particulières de Genève d’abord et de Suisse en général, puis de publier les écrits autographes du comte Jean Antoine Capodistrias (1776-1831).

A deux reprises au cours de son existence, Capodistrias a séjourné pour une longue durée dans notre pays. Ces deux séjours encadrent en quelque sorte la brillante carrière diplomatique qu’il devait accomplir auprès du tsar Alexandre Ier. En effet, en novembre 1813, celui-ci lui confia sa première mission diplomatique auprès de la Diète à Zurich — mission qui s’avéra particulièrement délicate et permit au diplomate de se distinguer et d’être amené à jouer un rôle prépondérant au Congrès de Vienne et auprès de l’empereur au cours des années suivantes. Capodistrias séjourna ainsi de novembre 1813 à octobre 1814 en Suisse, d’où il se rendit à Vienne.

Lorsque éclata l’insurrection grecque de 1821, Capodistrias, alors secrétaire d’Etat pour les Affaires étrangères auprès du tsar, se trouva dans une position difficile. Alexandre Ier subissait à l’époque l’influence de Metternich et de la politique autrichienne violemment opposée dans la question d’Orient à l’indépendance de la Grèce, et le secrétaire d’Etat de Russie se vit dans l’obligation ou de soutenir la politique officielle et d’avoir l’impression de trahir ses compatriotes, ou de quitter le service de l’empereur auquel il était profondément attaché. C’est à ce dernier parti qu’il se résigna en demandant un congé illimité qui lui fut accordé en août 1822.

Alors que le désir de Capodistrias était de rejoindre sa patrie de Corfou et sa famille qu’il avait quittées depuis de nombreuses années, la conjoncture politique allait en décider autrement. En effet, le gouvernement anglais, qui avait acquis au Congrès de Vienne la souveraineté sur les îles Ioniennes, s’opposa formellement au retour de Capodistrias dans son île natale; il craignait que la présence de celui qui dans l’opi-

Σελ. 17
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/18.gif&w=550&h=800

nion grecque était devenu le symbole de l’appui que les insurgés espéraient toujours recevoir du gouvernement russe, protecteur attitré des populations orthodoxes de l’Empire ottoman, — que cette présence ne galvanise leur courage et n’incite les habitants des îles Ioniennes à se joindre à la guerre d’indépendance.

Capodistrias fut donc contraint de renoncer à un retour à Corfou, qu’il ne devait par un malheureux concours de circonstances jamais revoir, et il choisit avec l’accord du tsar de s’établir dans sa seconde patrie, Genève, dont il avait reçu en 1816 la citoyenneté d’honneur pour les services qu’il avait rendus à la République en favorisant au cours de l’année 1814 son rattachement à la Suisse. Il y résida de 1822 à 1827, son séjour étant entrecoupé d’un certain nombre de voyages dans des capitales européennes et des stations thermales.

Le plus grand nombre de documents autographes de Capodistrias concerne évidemment ces deux périodes. Cependant, Capodistrias n’a cessé de correspondre avec ses amis suisses et genevois, et un certain nombre de lettres touchant à des questions politiques ou familiales s’échelonnent entre 1815 et 1822. D’autre part, Capodistrias, élu président de la Grèce en 1827, est resté jusqu’à son assassinat en 1831 en correspondance étroite avec les membres du comité philhellénique de Genève et surtout avec l’âme de celui-ci, Jean-Gabriel Eynard.

*

* *

Au cours des dernières décennies, de très nombreux ouvrages exhaustifs et bien documentés, la plupart en langue grecque ou anglaise, ont paru sur Capodistrias, l’homme, le diplomate, le pédagogue, le président de la Grèce. Dans plusieurs d’entre eux, des chapitres sont consacrés à la mission en Suisse de 1813-1814 et au séjour à Genève de 1822 à 1827, et nous y puisons une partie de notre documentation. D’autre part, dans presque tous les livres d’histoire de la Suisse, on trouve dans le chapitre sur la Restauration le nom de Capodistrias, avec une épithète élogieuse, mais il est rare que les historiens précisent le rôle exact qu’il a joué dans une période dramatique de notre histoire. Notre espoir est de cerner un peu mieux ce rôle en nous fondant sur les ouvrages généraux concernant Capodistrias et cette période de l’histoire de la Suisse, sur les témoignages de contemporains qui ont laissé des mémoires, enfin sur les lettres de Capodistrias, hélas peu nombreuses, écrites pendant cette période et retrouvées dans différentes collections suisses.

Σελ. 18
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/19.gif&w=550&h=800

Capodistrias désigné pour la mission en Suisse

Lorsque en 1826 Capodistrias se décidera à rédiger son autobiographie à l’intention du successeur d’Alexandre, le tsar Nicolas Ier, il retracera en quelques pages claires et précises l’objet de sa mission en Suisse. En voici le début:1

Je me rendis à l’hôtel qu’occupait l’Empereur, à l’heure marquée. Après quelques moments d’attente, je fus introduit dans le cabinet de Sa Majesté qui était seule. L’Empereur me reçut avec tant de bienveillance, que quoique ce fût la première fois que je L’approchais pour recevoir directement ses ordres, je ne me sentis nullement intimidé.

Sa Majesté me dit, qu’Elle avait jeté les yeux sur moi pour me confier une commission d’une haute importance qu’elle me jugeait capable de bien remplir. «Vous avez fourni une carrière honorable dans votre pays; je suis très satisfait du bon esprit et du zèle avec lequel vous avez travaillé à Vienne auprès de l’amiral Tschitchagoff et du général Barclay. Vos principes et vos sentiments me sont connus. Vous aimez les républiques et je les aime aussi. Il s’agit maintenant d’en sauver une que le despotisme français asservit et à laquelle il réserve plus tard le sort des villes libres de l’Allemagne, de Gênes et de Venise. C’est de la Suisse qu’il est question. A la veille de passer le Bhin avec leurs armées, les souverains alliés doivent s’assurer des dispositions de cette nation loyale et belliqueuse, l’aider à redevenir elle-même et la mettre en état de prendre part avec nous, comme l’ont fait les princes de la confédération germanique, au grand œuvre de la restauration du système européen.»

Il apparaît clairement que si Capodistrias est choisi par l’empereur parmi la foule de diplomates et fonctionnaires qui suivaient le quartier général des Alliés dans leur marche victorieuse contre les armées napoléoniennes, c’est grâce à l’expérience qu’il avait acquise en participant à l’administration de la République Septinsulaire organisée sous le protectorat russe de 1803 à 1807, où le jeune ministre avait été confronté à la difficulté que présente une fédération de petits Etats souvent rivaux et jaloux les uns des autres, difficulté qui atteindra son paroxysme en Suisse dans les premiers mois de l’année 1814. Quant au goût d’Alexandre pour les républiques, il est surprenant au premier abord. Il s’explique par l’amitié que l’empereur conserve à son ancien précepteur Frédéric-

1. Sbornik imperatorskogo russkogo istoricheskogo obshchestva, Saint-Pétersbourg 1868, vol. III, p. 177-178 (ci-après: Autobiographie). Traduction grecque dans Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια (ci-après A.I.K.), t. I, Corfou 1976, p. 12-13.

Σελ. 19
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/20.gif&w=550&h=800

César de La Harpe, lequel cherchera constamment à obtenir la protection du tsar pour le pays de Vaud. De là vient la sympathie de l’empereur, reflétée chez son ministre, pour les nouveaux cantons dont le régime a été défini par l’Acte de Médiation, et indirectement pour le parti libéral, alors que l’Autriche apportera son soutien aux revendications bernoises, à la restauration de l’Ancien Régime, par là au parti conservateur; d’où un antagonisme profond dans la politique des deux gouvernements au sujet de la Suisse, qui placera Capodistrias dans une situation très délicate au cours des semaines suivantes.

L’empereur poursuivit son entretien en définissant la mission de Capodistrias en Suisse: les puissances alliées ne doivent pas s’immiscer dans la politique intérieure de la Suisse, notamment dans la question de savoir si l’Acte de Médiation sera maintenu ou non; mais elles doivent pouvoir compter sur une véritable neutralité de la Suisse dans la guerre. Le tsar continue en ces termes:1

«Tel est l’objet de votre mission. Nous ignorons ce qui se passe dans ce moment en Suisse, de quoi se compose et où réside la direction fédérale. Eussions-nous même plus de données positives sur cette double question, il nous serait encore difficile de vous accréditer dans les formes usitées auprès de ces magistrats. Qui nous assure qu’ils aient assez d’indépendance pour vous admettre? Vous partirez donc en qualité de simple voyageur. Une fois arrivé sur les lieux, vous m’adresserez vos rapports et leur teneur servira à déterminer le caractère de votre mission. L’Autriche y envoie avec les mêmes ménagements Mr le baron de Lebzeltern, et vous vous entendrez avec lui. C’est dans cet esprit que vous rédigerez sans retard vos instructions. Vous me les soumettrez. Nous travaillerons ensemble. Après quoi vous partirez pour la Suisse.»

Le manque d’informations élémentaires sur la situation helvétique au quartier général peut paraître curieux; mais en Suisse, au début novembre 1813, la gabegie semble complète et les Confédérés ne sont guère mieux informés. Avant d’examiner cette situation du point de vue suisse, revenons à la mission des deux envoyés. Après la bataille de Leipzig (18-19 octobre 1813), Napoléon est obligé de battre en retraite et d’abandonner le sol germanique. Les Alliés installent leur quartier général à Francfort-sur-le-Main et différents projets de poursuite des opérations militaires y voient le jour.

Le plan de campagne prussien préconisait une marche directe sur

1. Autobiographie, p. 180-181 et A.I.K., t. I, Corfou 1976, p. 14-15.

Σελ. 20
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/21.gif&w=550&h=800

Paris à travers la Flandre et avait la préférence du tsar Alexandre; celui-ci voulait éviter à la Suisse les inconvénients de l’occupation militaire, cela probablement en partie pour tenir les engagements qu’il avait pris vis-à-vis de F.-C. de La Harpe et de Mlle Mazelet, de Morges, nourrice de sa soeur; mais surtout pour des raisons politiques, comme le suggère William Martin en rappelant que l’empereur d’Autriche, beaupère de Napoléon, avait peut-être des vues intéressées sur la Suisse qui «pouvait être un glacis contre la France ou un trait d’union pour s’entendre avec elle».1 Les instructions données par le tsar à Capodistrias sont parfaitement conformes à sa politique.

Le plan de campagne autrichien, soutenu par l’Angleterre qui finançait les opérations, prévoyait une marche plus lente sur Paris à travers la Suisse, puis par le plateau de Langres. Ce projet mis au point par le maréchal prince de Schwarzenberg a l’adhésion du chancelier Metternich. Pour être mieux renseigné sur la situation politique réelle de la Confédération helvétique, celui-ci se propose d’y envoyer officieusement le baron Louis de Lebzeltern2 et incite le tsar Alexandre à lui donner un collègue de son choix: nous avons vu que Capodistrias fut désigné pour remplir cette mission.

Lebzeltern se rendit tout d’abord auprès du tsar. Alexandre, qui le connaissait de longue date, lui exposa son point de vue politique et termina l’entretien par ces paroles célèbres: «Je vous prie d’accepter la mission qu’on vous donne, c’est un service personnel que vous me rendrez, mais rappelez-vous qu’on prend les mouches avec du miel bien plus qu’avec du vinaigre».3 Il est clair que dès lors Lebzeltern est parfaitement au fait de la divergence d’instructions — respect ou non respect de la neutralité de la Suisse — données aux deux envoyés, ce qui n’est pas le cas pour Capodistrias.

Lebzeltern se rend alors auprès de Schwarzenberg pour qui la situation militaire se résume ainsi: «Il est indispensable que nos armées traversent la Suisse. Faites en sorte que ce passage et qu’une éventuelle retraite se fassent pacifiquement, à travers un pays ami.»4 Dès ce moment, dans l’esprit de Lebzeltern, il n’est plus question de respect de la neutralité, mais avant tout de préparer le passage de l’armée autrichienne dans les meilleures conditions possibles.

1. Wiliam Martin, Histoire de la Suisse, Payot 1959, p. 207-208.

2. Emmanuel de Lévis-Mirepoix, Mémoires et papiers de Lebzeltern, Paris 1949; sur la mission en Suisse, p. 274-305.

3. ibidem, p. 277.

4. ibidem, p. 278.

Σελ. 21
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/22.gif&w=550&h=800

Les deux députés sont munis d’une lettre de leurs ministres respectifs, justifiant leur mission auprès du landamman.1 Voici le début de celle remise à Capodistrias:

Monsieur

A l’époque où les armées victorieuses des Souverains Alliés sont arrivées sur le Rhin et que les nations opprimées jusqu’ici par la prépondérance du Gouvernement françois, peuvent enfin réunir leurs efforts pour s’élever à une véritable existence politique, Sa Majesté l’Empereur de toutes les Russies Se plait à donner un témoignage particulier de Son affection et de Son éstime à la Suisse, en Lui offrant l’occasion de prendre part à une entreprise dont les succès vont établir, sur des bases solides, l’indépendance des Etats et le bonheur futur de l’Europe.

C’est dans ce but que Sa Majesté l’Empereur a chargé Son Conseiller d’Etat actuel, le Comte de Capodistria de se rendre auprès de Votre Excellence et de lui faire connoître Ses vues et Ses intentions libérales envers la République Hélvétique. Je La prie d’ajouter foi à tout ce qu’il sera dans le cas de Lui communiquer de la part de Sa Majesté Impériale. . .

Instructions de Nesselrode

Les instructions particulières remises à Capodistrias par le comte de Nesselrode sont évidemment beaucoup plus explicites. En voici quelques passages:2

1. ARCHIVES FÉDÉRALES, Berne. Période de la Médiation (1803-1813), KE n° 574. Correspondance des Ministres des Puissances alliées avec le Landamman de la Suisse, 1813; f. 1-2: lettre de Metternich accréditant Lebzeltern pour sa mission en Suisse (Francfort-sur-le-Main, 11 novembre 1813) et f. 3-4: lettre de Nesselrode accréditant Capodistrias (Francfort-sur-le-Main, 30 octobre/11 novembre 1813).

2. AEG, ms hist. 45, f. 10v-11. Extrait du no 1061: instructions données au comte Capodistrias, Francfort-sur-le-Main, le 29 octobre/10 novembre 1813; publié également par William Martin, La Suisse et l’Europe 1813-1814, Lausanne 1931, p. 36-37; et dans Politique étrangère de la Russie, t. VII, p. 436-438.

Le AEG, ms hist. 45, auquel nous nous reporterons constamment est un recueil de notes et copies de documents prises aux Archives impériales de Saint-Pétersbourg (Archives de Petrograd) par Edouard Odier, ministre de la Confédération suisse en Russie de 1906 à 1919. Elles concernent les négociations diplomatiques relatives à la Suisse pour l’année 1813-1814, pour le Congrès de Vienne en 1814-1815. Elles ont été remises aux Archives d’Etat de Genève par la famille Odier en 1924 et utilisées par William Martin dans son ouvrage La Suisse et l’Europe en 1813-1814.

Une partie de ces documents sont publiés dans Politique étrangère de la Russie, soit Vnesnjaja politika Rossii XIX i nacala XX veka. Dokumenty rossijskogo mini-sterstva inostrannych del, première série 1801-1815, 8 vol.; t. VII, Moscou 1970 et t. VIII, Moscou 1972.

Σελ. 22
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/23.gif&w=550&h=800

«Vous vous rendrez en conséquence dans la résidence du gouvernement Helvétique en voyageur. Vous vous procurerez par les moyens que la mission d’Autriche qui y est établie pourra vous indiquer une entrevue avec le Landamman. C’est alors que vous porterez à la connaissance de ce magistrat, l’état que l’Europe présente à cette époque, celui des peuples qui s’arment pour reconquérir leur indépendance, celui des armées formidables qui sont prêtes à porter leurs drapeaux victorieux partout où l’accomplissement d’une si grande entreprise peut l’exiger.»

Et plus loin:

«D’un côté la Suisse devrait se soustraire par un acte solennel à la médiation du Gouvernement français, annuler toutes les stipulations qui regardent le contingent helvétique et rappeler conséquemment les troupes qui se trouvent au service français. De l’autre côté les Souverains alliés s’engagent de prendre à leur solde des troupes suisses, de stipuler à cet égard des arrangements d’une convenance réciproque et de faire restituer à la République les districts qui lui ont été arrachés, ainsi que de garantir et de faire garantir par toutes les Puissances Européennes son intégrité et son indépendance. Le langage que le Landamman vous tiendra à la suite de ces communications verbales vous donnera la mesure des démarches que vous pouvez faire. Ces démarches se borneront à être confidentielles tant que vous pourrez douter des intentions du gouvernement, ainsi que du succès de votre mission. Dans le cas contraire vous déploierez votre caractère publique en présentant au Landamman vos lettres de créance et en lui annonçant que vous êtes muni de pleins pouvoirs pour poser les bases d’une Convention.

Dans le cas où il serait de toute impossibilité d’atteindre ce but principal de votre mission vous êtes autorisé de viser à un but secondaire. C’est celui qui se rapporte à la neutralité de la Suisse. Il paraît que c’est à ce système que son gouvernement tend de préférence et que c’est dans cette vue qu’il a assemblé la Diète. Mais tant que l’Empereur Napoléon conservera le titre et l’influence de médiateur de la Confédération, tant que les troupes helvétiques porteront les armes contre nous, toute déclaration de neutralité de la part de la Suisse ne saurait engager les Souverains alliés à la reconnaître ni à la respecter; même leurs Majestés y trouveraient un motif de plus pour procéder, par la force des armes, à l’égard d’un pays qui persiste à l’époque actuelle, dans son aveuglement et dans sa servitude.»

Ouverture de la Diète

En Suisse, le régime de l’Acte de Médiation, institué par Napoléon en 1803, est toujours en vigueur et la situation est la suivante. Zurich est pour l’année 1813 le

Σελ. 23
http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/includes/resources/auto-thumbnails.php?img=/home/jkok/public_html/kapodistrias/uploads/book_files/6/gif/24.gif&w=550&h=800

canton directeur, le Vorort, et son landamman Hans de Reinhard, grand admirateur de Napoléon, landamman de Suisse. Ni lui ni ses collaborateurs ne comprirent la portée de la défaite de Leipzig (18-19 octobre 1813). Le colonel vaudois de Rovéréa, sympathique à l’ancien régime, définit fort bien l’esprit qui règne alors en Suisse1 en parlant d’«apathie feinte ou réelle, bien propre sans doute à étonner de la part d’une nation réputée belliqueuse»; ce fut l’ambassadeur de France, le comte de Talleyrand, cousin du célèbre ministre, qui vint demander au landamman la convocation d’une Diète extraordinaire, la proclamation de la neutralité — ce qui dans l’immédiat arrangeait son maître — et annonça à Reinhard, premier signe de la débâcle napoléonienne en Suisse, l’évacuation du Tessin par les troupes françaises (6-7 novembre 1813).2

Le 18 novembre, la Diète s’ouvre à Zurich. Les députés à l’unanimité proclament la neutralité et comme l’explique le député libéral vaudois Monod, très frappé par cet esprit d’union inattendu:3 «Les mesures consistèrent d’abord à décréter une neutralité armée qui serait notifiée aux puissances belligérantes par deux députations, l’une envoyée au quartier général des Alliés à Francfort, l’autre à Bonaparte à Paris». La députation de Francfort est confiée au Schwytzois Aloïs de Beding et au trésorier Johann-Conrad Escher de Zurich, qui auront d’âpres discussions avec le chancelier Metternich, celle de Paris à Vinzenz Büttimann de Lucerne et au Bâlois Johann-Heinrich Wieland. En outre, la Diète autorise le landamman à lever un premier contingent de 15.000 hommes placés sous le commandement du général Rodolphe de Wattenwyl et répartis entre le Tessin, les Grisons et la frontière du Rhin. Il est évident que le nombre des soldats sur cette frontière était dérisoire face à l’armée de Bohême massée peu à peu dans le pays de Bade par Schwarzenberg et qu’aucune mesure sérieuse ne sera prise pour faire face à la situation au cours des semaines suivantes, ceci sous l’influence du ministre de France Talleyrand qui craignait une Suisse trop armée et du landamman Reinhard, très parcimonieux des deniers publics.4 Les députés décidèrent enfin de modifier le tarif douanier, ce qui avait

1. F. de Rovéréa, Mémoires, Berne 1848, t. IV, p. 128.

2. William Martin, Histoire de la Suisse, p. 206-207.

3. Mémoires du landamman Monod pour servir à l’histoire de la Suisse en 1815, publiés par J.-Ch. Biaudet, Lausanne 1975, t. I, p. 37.

4. William Martin, La Suisse et l’Europe 1813-1814, p. 27. Ouvrage de base sur la question.

Σελ. 24
Φόρμα αναζήτησης
Αναζήτηση λέξεων και φράσεων εντός του βιβλίου: Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Δ΄
Αποτελέσματα αναζήτησης
    Σελίδα: 5

    Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ (1813-1814)

    Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ και η ΙΤΑΛΙΑ θεωρούνταν και ήταν, στα τέλη του ΙΗ' αιώνα, άπλοι γεωγραφικοί όροι, ενώ η Ελβετία χαρακτηριζόταν ως εξάρτημα των Βουρβόνων της Γαλλίας. Συμμαχία που είχε υπογράφει πριν τριακόσια χρόνια και ανανεώθηκε το 1777 σύνδεε «die XIII Orte» (τις 13 χώρες) με το πρόσωπο του Γάλλου βασιλιά. Οι Ελβετοί, πρόκριτοι και χωρικοί, υπηρετούσαν ή είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι στο γαλλικό στρατό και ήταν αφοσιωμένοι στο Λουδοβίκο ΙΣΤ' πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους Γάλλους. Γι’ αυτό και τα γεγονότα του 1789 δεν επηρέασαν τις εξελίξεις στην Ελβετία. Χρειάστηκε ένα επεισόδιο δευτερεύουσας σημασίας, για να παρασυρθούν οι Ελβετοί στην επαναστατική δίνη.

    Στις 31 Αυγούστου 1790, το σύνταγμα Lullin de Château Vieux, που το αποτελούσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στρατολογηθέντες στην περιοχή του Vaud, στασίασε στο Nancy όπου ήταν στρατοπεδευμένο, γιατί σημειώθηκε καθυστέρηση στην πληρωμή των μισθών. Θα μπορούσε η όλη υπόθεση να περάσει απαρατήρητη, αν οι XIII Orte δεν έκριναν ότι η στάση είχε προσβάλει την τιμή της Ελβετίας. Τα στρατοδικεία, με μέλη αξιωματικούς Ελβετούς, που υπηρετούσαν στα άλλα ελβετικά συντάγματα, καταδίκασαν έναν από τους στασιαστές στο μαρτύριο του τροχού, είκοσι δυο σε κρέμασμα, σαράντα ένα ισόβια σε κάτεργο και τους υπόλοιπους σε ισόβια εξορία και στέρηση της ελβετικής ιθαγενείας. Οι καταδίκες προκάλεσαν έντονη την αντίδραση των Γάλλων, έτσι που ο κόκκινος σκούφος των ισοβιτών να μεταβληθεί σε επαναστατικό έμβλημα. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' κάλεσε τους Orte να χορηγήσουν αμνηστία, χωρίς να εισακουστεί. Η αδιαλλαξία εξόργισε τους Γάλλους, και ιδιαίτερα τους επαναστάτες, που, από τη στιγμή εκείνη, άρχισαν να βλέπουν τους Ελβετούς σαν εχθρούς. Η σφαγή των Ελβετών μισθοφόρων, στις 10 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου 1792, πρέπει να αποδοθεί, κατά σημαντικό ποσοστό, στην έχθρα αυτή. Και η εισβολή στην Ελβετία γαλλικών στρατευμάτων είχε ως κύρια αιτία τη συγκίνηση από τις αυστηρές καταδίκες, που φυσικά ερμηνεύτηκαν ως αντεπαναστατικές εκδηλώσεις, και, παρεπόμενη, το άσυλο που οι XIII Orte έδιναν στους εμιγκρέδες. Η γαλλική επέμβαση, αφού έφυγαν τα γαλλικά στρατεύματα από τη Γενεύη (30 Νοεμβρίου 1792), συνεχίστηκε με τη μορφή της εσωτερικής εξεγέρσεως. Από τις 4 Δεκεμβρίου θα σημειωθούν, στη Γενεύη και σε πολλές γειτονικές περιοχές, ταραχές, που τις είχαν υποκινήσει Γάλλοι πράκτορες και Ελβετοί εξόριστοι, που εγκατάλειψαν τη χώρα τους εξ αίτιας της αντιθέσεώς τους προς τις αριστοκρατικές κυβερνήσεις, που είχαν οι χώρες.

    Στους Ελβετούς αυτούς θα προστεθεί, αργότερα, ο Φρειδερίκος Καίσαρ de Laharpe, ο πρώην δάσκαλος του Αλέξανδρου Α', που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όταν η Αικατερίνη τον απομάκρυνε από την Πετρούπολη. Στη